- κορέοψις
- (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους χρωματισμούς. Οι καρποί είναι αχαίνια, συνήθως πτερυγιοφόρα.
Ορισμένα είδη του κ. καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως η κ. η βαφική, ετήσια πόα, με νάνες (20-25 εκ.), μέτριες (40-50 εκ.) και ψηλές (60-70 εκ.) ποικιλίες και με άφθονα κίτρινα άνθη που φέρουν καφετιές, πορφυρές ή κοκκινωπές κηλίδες και ανοίγουν από τον Ιούλιο έως το τέλος Σεπτεμβρίου. Η κ. η λογχοειδής και κ. η σπονδυλωτή, πολυετείς πόες ύψους 40-60 εκ. η πρώτη και 80 εκ. η δεύτερη, με μεγάλα κίτρινα άνθη πάνω σε μακρύ στέλεχος, είναι ανθεκτικές στις παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Οι ετήσιες κ. πολλαπλασιάζονται αποκλειστικά με σπόρους τον Απρίλιο, ενώ οι πολυετείς αναπαράγονται τόσο με σπόρους όσο και με διαχωρισμό της τούφας. Τα φυτά του γένους κ. αναπτύσσονται σε όλα τα εδάφη και κατά προτίμηση στα αργιλοασβεστώδη και στις ηλιαζόμενες θέσεις. Στους κήπους φυτεύονται κατά μεγάλες αμιγείς ομάδες ή σε συνδυασμό με άλλα σπερματόφυτα. Φυτεύονται επίσης στις γλάστρες και στις ζαρντινιέρες. Οι νάνες ποικιλίες σχηματίζουν ωραίες ανθισμένες μπορντούρες. Οι ψηλές ποικιλίες καλλιεργούνται, επίσης, για την παραγωγή κομμένων λουλουδιών.
Η κορέοψις φυτεύεται σε κήπους, γλάστρες και ζαρντινιέρες (φωτ. Ν. Ταμβάκη).
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coreopsis < core- (πρβλ. κορεός «κοριός») + -opsis (πρβλ. όψις].
Dictionary of Greek. 2013.